Απόψε η ψυχή μου, έμπλεως λογικής ατυχήσασας, -λοξής, φουρτουνιασμένης, παράδοξης.. - πλέει σε θαλασσοδρόμους μυστηριώδεις. Αφήνει πίσω τα ερειπωμένα καράβια φαντάσματα και οδεύει προς τις προσταγές της νύχτας που χάνεται. Αναλογίζομαι.. Αναλογίζομαι και λύση στο αίνιγμα ψάχνω.. Τι κι αν η πλώρη μου έρπει στις ράχες του κύματος..; Εκείνος ο ωκεανός στιγμών, ο ίδιος, γενναιόδωρος, μεγάλος δεν είναι που ερωτοτροπεί αυτόχειρας μαζί της;
Ανάμνηση. Και τώρα.. Και τώρα εσύ τι με κοιτάς; Φοβάμαι! Κάποτε θα σου φτιάξω έναν δικό σου ουρανό, υπόσχομαι. Ευμένεια δείχνω. Ελέησε! Θα καρφιτσώσω εκεί τΆ αστέρια σου με περόνες χρυσές. Θα δέσω τα όνειρα σου περίαπτα με ασημένιες κλωστές στου ήλιου τις ακτίνες.. Θυσία Ναυκράτιδος ιερή, για σένα μόνο..
Μα εσύ, γιατί, αγαπημένε, μΆ αφήνεις διαρκώς να ξενυχτώ σε σεισμόπληκτα συντρίμμια με κόκκινους σταυρούς που προσμένουν διαρκώς κατεδάφιση; Γιατί μΆ αφήνεις να πίνω ακόμη την πίκρα, την αλμύρα δηλητηρίου των χειλιών σου;
Ενοχή του ίδιου μου του τρόμου κουβαλώ με το κάρο του αισθήματος στις τροχιές του παρελθόντος μου..
Ω, βλέμματα της νύχτας, σας ξορκίζω! Φεύγετε!
Θεέ μου! Πώς να ρυθμίσω πια τον καλπασμό του χρόνου αφού το άλογό μου έχασα. Σκοτώθηκε στη μάχη..
Βηματισμός τώρα πια στο χωροχρονικό παράδοξο, και στην πορεία μου επάνω ξεβάφω απΆ τα μάτια τη μάσκα των δακρύων στο χρώμα του πυρακτωμένου κάρβουνου.
Αιχμάλωτη εγώ.. Αιχμάλωτη μιας μεταμελημένης ιστορίας ερωτικής.. Παρασυρμένη στις όχθες του ποταμού ενός πλήθους φοβισμένου..
Σε πολιορκία, σε άλωση της σκιάς μου η υφή.. Αμαζόνα νεκρή από έρωτα.. Κι ανερμήνευτα ξόρκια κανέναν του θανάτου δεν έσωσαν..
Κοίτα! Ω, κοίτα! Ο ¶δης προσμένει τον βοριά να του γκρεμίσει τα τείχη..
Ιούλιος 2004 Στη θέση μιας αφιερώσεως: Στον μεγάλο μου έρωτα που με πλήγωσε..
|

|