Δευτέρα, Ιουνίου 14, του 2004.
Αφόρητη ζέστη. Αυτή μου η επαφή με τον χρόνο και τον έξω κόσμο. Λίγο πριν τη μετακόμιση, κι ενώ δεν είχα τη πολυτέλεια της ώρας, διέκοψα για λίγο τη δουλειά κουρασμένη, και, αφήνοντας το βάρος του σώματός μου σχεδόν να καταρρεύσει στο πάτωμα, ατένιζα το μισόκλειστο παλιό κιβώτιο με τις μισοσκισμένες επιστολές και τα βιβλία. Ανασκάπτοντας στις παιδικές μου αναμνήσεις, σαν επαγγελματίας πια αρχαιολόγος, θυμήθηκα έντονα τη μυρουδιά της μεγάλης βιβλιοθήκης. Φαίνεται πως η σκόνη δεν είχε ξεχάσει το πείσμα της να σηκώνεται στον αέρα και να τον κάνει σχεδόν ξηρό, ίσως και λίγο πικρό και μπαγιάτικο, με μια αίσθηση του πιπεριού να σου γαργαλάει και να καρφώνεται στα ρουθούνια. Μα η ανάμνηση ήταν λίγο ?πολύ ίδια. Λες και δίπλωνε μπροστά μου η ποιότητα του χαρτιού .. ή, να .. λες και θα τέντωνα το χέρι και μΆ ένα μετέωρο βήμα θα κρεμόμουν από το ράφι, μέχρι που να με λυπηθεί η βαρύτητα και το βιβλίο να προσγειωθεί, φαρδύ-πλατύ, στο παιδικό μου κεφάλι επάνω.. Ομολογώ την αμαρτία μου. Γράμματα δεν ήξερα. Ήταν ο καιρός που μάθαινα ακόμη τις πιο χαζές ( για τους μεγάλους ) απαντήσεις του κόσμου.. Ξέρετε.. Τότε που έκανα εκείνες τις σαχλές κι εκνευριστικές ερωτήσεις.. Ποιο το νόημα να ξέρεις γράμματα όταν αγαπάς τόσο τα βιβλία; Ναι. Είναι παράξενο γιατί τόσο πολύ τα αγαπούσα. Περισσότερο από τα μπλε σχολικά τετράδια, περισσότερο κι από το νηπιαγωγείο το ίδιο. Κάποτε μάλιστα προσπάθησα κι εγώ να γράψω ένα τέτοιο, χρησιμοποιώντας μόνο τα πολύχρωμα μολύβια μου. Η βιβλιοθήκη μας. Ήταν ένα μεγαθήριο από ξύλο, ένα πελώριο κτίριο στα μάτια μου. Υπόγειο πολυκατοικίας. Κάτι φτωχά αποβράσματα της κοινωνίας του τύπου. Η μαμά κρατούσε πάντα δυο-τρεις φυλλάδες για το προσάναμμα της φωτιάς στο ψήσιμο της μπριζόλας. Πρώτος όροφος. Χρώματα! Χρώματα να δουν τα μάτια σου! Λίγο από κόκκινο, λίγο από ροζ και λιλά, λίγο από κίτρινο, πορτοκαλί και μαύρο.. Αυτά ήταν οι ψηλόλιγνοι, λεπτοί κύριοι της βιβλιοθήκης του πατέρα. Έμεναν συνήθως στο πρώτο ράφι της.. πολυκατοικίας, και γι΄ αυτό η πρόσβαση σΆ αυτά ήταν εύκολη στο μπόι μου. Οι κύριοι , λοιπόν αυτοί, πάντα ευγενικοί και πρόθυμοι να συνομιλήσουν μαζί σου μέσα από τις πλούσιες εικόνες τους, είχαν γίνει πραγματικοί και ανεκτίμητοι μου φίλοι. Κάτι φορές βέβαια, αλησμόνητες, κερνούσαν πλήξη στα παιδικά μου μάτια, όταν γυρνούσα μια μια, εκνευρισμένα και βιαστικά τις σελίδες, ώσπου νΆ ανακαλύψω και να ψηλαφίσω τον διάλογο πίσω από το επόμενο σκίτσο.. κι έπειτα το επόμενο.. και το επόμενο .. μέχρι που να χτίσω εγώ με τη φαντασία μου την ιστορία στα τοπία που προβάλλονταν, κι όχι οι γκρίζοι μουτζουρωμένοι χαρακτήρες του τυπογραφείου. Βιβλία πάντα με περίεργα ονόματα οι ψηλόλιγνοι κύριοι. Κάτι ανάμεσα σε περιοδικό και σε λεύκωμα, που θύμιζε λιγάκι και τα δικά μου τα βιβλία, τα παιδικά. Τώρα που το θυμήθηκα, κάποια απΆ αυτά πρέπει να είχαν τα ακαθόριστα ονόματα πόλεων, ( μου διάβαζε τους τίτλους η μαμά ) όπως ΡΩΜΗ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, οι γάτες στα ΚΥΚΛΑΔΟΝΗΣΙΑ, Καλοκαιρινές διακοπές 1985 .. Έτσι, όλη η Ελλάδα κι όλος ο κόσμος, ακόμη και οι γάτες του κόσμου όλου, μπορούσαν να χωρέσουν σε σαράντα πενήντα μεγάλες σελίδες.. Έπειτα, στο επάνω οροφοδιαμέρισμα διέμεναν οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Αυτοί ήταν πολύ πολύ σοβαροί και ο μπαμπάς πάντοτε μου έλεγε να τους φέρομαι με ευγένεια. Εξώφυλλα κόκκινα, μαύρα, καφετιά, δερμάτινα, επίσημα, υφασμάτινα.. Γράμματα εξώφυλλων χρυσά, ασημένια, μαύρα, κόκκινα.. Μέσα, στις σελίδες τις πρώτες, αφιερώσεις, πρόλογοι, εισαγωγές.. Κι έπειτα τα σκίτσα με το μολύβι, αυτά που ήταν μικρά και άνοστα, κι έμοιαζαν με αμπελόκλαδα ή περικοκλάδες Ε, που και που και κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Τίτλοι πομπώδεις. Και πράγματι, οι παππούδες κουβαλούσαν πάνω τους την σοφία αιώνων, όπως ο μπαμπάς. Οι γιαγιάδες πάλι, ασπρομαλλούσες και περήφανες, είχαν διαποτιστεί, ως τα κόκαλα με τα αρθριτικά, από την εμπειρία της ιστορίας και της παράδοσης. Ονόματα και τίτλοι; ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΑ, ΦΥΣΙΚΗ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ.. Έπειτα, όχι, δεν τα ξεχνάω.. Έμεναν στον τρίτο όροφο κάποια από τα βιβλία της μαμάς. Λίγο από ποίηση, λίγο από όνειρο και ρομάντζο, αισθηματικές και κοινωνικές ιστορίες σε πλαστικοποιημένα εξώφυλλα για την πλαζ. ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ.. ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ.. ΔΑΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΔΑΜΑΣΤΟ ΚΥΜΑ.. Μα αυτά τα βιβλία ήταν οι «τουρίστες» της πολυκατοικίας της βιβλιοθήκης μας. Δεν είχαν διαβαστεί σχεδόν ποτέ από τη μαμά, αλλά αποτελούσαν δώρα τρίτων. Τουρίστες που έρχονταν λοιπόν από το πουθενά, ή από το εξωτερικό, για να καταλήξουν και πάλι δανεικά και αγύριστα σε χέρια φιλενάδων, σε έναν αέναο κύκλο ανταλλαγής.. μα ποτέ ως το τέλος διαβασμένα, μιας και μύριζαν το πλαστικό και το τεχνητό της καλοκαιρινής ανεμελιάς και αδιαφορίας. Έπειτα, τέταρτος όροφος. Τα σοβαρά λογοτεχνικά βιβλία, μεσήλικες πενηντάρηδες συνταξιούχο.. κι εκείνα τα γνωστά βιβλία ποίησης, ήρωες ή πρώην τρελοί που επέζησαν, ή φυγάδες χωροχρόνου. «Τα καμάρια μας..», έλεγε ο μπαμπάς στη μαμά. Στο γωνιακό διαμέρισμα διέμεναν βιβλία θρησκευτικά και φιλοσοφικά, μοναχικά στη θέση τους, και πάντα να συσκέπτονται σοβαρά για τη σωτηρία του κόσμου. Τα βιβλία αυτού του ραφιού πρέπει να ήταν ιδιαίτερα αγαπητά στον πατέρα. Κάτι πρωινά τους ξεσκόνιζε τις σελίδες μέσα-έξω, αφού βέβαια πρώτα ξαράχνιαζε το περιεχόμενό τους πίσω από τα μαύρα γράμματα.. επιμελώς και πάντα συλλέγοντας τις σκέψεις του για τα γραφόμενα σε μεγάλα λευκά χαρτιά μηχανογράφησης. Ξέχασα να σας πω για τις φοιτήτριες. Έμεναν στη γκαρσονιέρα και στο ρετιρέ. Έμοιαζαν περισσότερο με απανθίσματα φωτογραφιών και συνταγών μαγειρικής, με πρόχειρα δεμένες πανεπιστημιακές σημειώσεις, με μπλοκ ιχνογραφίας και μερικά τετράδια με σπιράλ. Η αγαπημένη φοιτήτρια της μαμάς, είχε και τ΄ όνομά της. Τι άλλο από τα προσωπικό της εφηβικό ημερολόγιο.. Και τέλος.. εκεί στη ταράτσα έκρυβα τα δικά μου παιδικά βιβλία και τα κόμιξ μου. Γιατί μια γιγάντια πολυκατοικία χωρίς ούτε ένα παιδί γίνεται; Μα δεν γίνεται! Έτσι λοιπόν στην οροφή του πολυώροφου κτηρίου είχε κατασκηνώσει το γαλατικό χωριό και όλα τα ζώα των μύθων του Αισώπου.. Η Στρουμφίτα, θυμάμαι, άπλωνε μπουγάδα κι ο Αστερίξ την φλέρταρε με τους ηρωισμούς του.. «ΕΥΡΗΚΑ!», σκέφτηκα. Το μυαλό μου σκαρφιζόταν πάντα τις πιο πονηρές και σκανταλιάρικες ιδέες. Σκόνταφτε πάντα πάνω στη ζαβολιά, στο παιχνίδι, στο πείραγμα.. Πήρα κι έσυρα, λοιπόν, μια τεράστια κόκκινη καρέκλα από το τραπέζι της κουζίνας, ανέβασα πάνω της το βάρος των τριάντα κιλών μου, κι άρχισα να κατεβάζω έναν έναν τους ενοίκους τις πολυκατοικίας. «Σεισμός! Βγείτε έξω!», φώναξα μάλιστα δυνατά να για να τους τρομοκρατήσω. Ένα ένα τα κατέβαζα. Σκόρπια σε λίγο στο πάτωμα όλα τους. Μάλιστα. Μέχρι που τα χέρια μου τα ψηλάφιζαν, τα ρουθούνια μου τα μύριζαν, τα χείλη μου κολλούσαν πάνω στα εξώφυλλα για την αίσθηση της υφής και μόνο. Να τα ανοίξω για ξεφύλλισμα; Ούτε λόγος, αν και πολύ θα το ήθελα. Μα χρόνο δεν είχα.. Κινητοποίηση στο λεπτό. Έπρεπε να δράσω, πριν γυρίσουν κεφάλι οι δικοί μου και ανακαλύψουν τη.. «ζημιά». Έχτισα λοιπόν μΆ αυτά έναν πύργο ψηλό, με δέκα πόρτες κι άλλα τόσα παράθυρα. Φανταστείτε! Πύργο ψηλό. Πανύψηλο. Κάτι σαν τον Πύργο της Πίζας, λιγότερο κεκλιμένο όμως.. ¶πειρα χρώματα εξώφυλλων, άπειρες γάτες και ανθρώπινες ψυχές, και ζώα, και αμέτρητα όνειρα, αισθήματα, φανταστικά τέρατα, μικρόβια σε φωτογραφίες, καταστροφές, χαρές και λύπες.. στοιβαγμένα σωρός, να πατάει το ένα πάνω στο άλλο.. Έτσι λοιπόν έφτιαξα τον κόσμο. Κι ένιωθα ένας μικρός θεός, ανάμεσα σε όλα εκείνα τα μεγάλα του δημιουργήματα. Κι όταν το χτίσιμο ολοκληρώθηκε, προσπάθησα νΆ ανέβω πάνω του. Κι ο πατέρας, σαν με είδε, πρώτα σάστισε λίγο. Έπειτα πήρε το βλέμμα της απορίας και της απόγνωσης, μα έπειτα γέλασε. «Είναι προφανές», είπε. «Όταν διαβάσεις όλΆ αυτά τα βιβλία θα περάσεις στο πανεπιστήμιο!». Μα δεν είχε σκεφτεί ότι εγώ απλά ήθελα να δω τον κόσμο από λίγο πιο ψηλά.. να πάρω ακόμη μερικούς πόντους στο πενιχρό πεντάχρονο ύψος μου..
Ένα παραμύθι αφιερωμένο στους παλιούς αγαπημένους συμφοιτητές μου.. και στις αγαπημένες μου φίλεςκαι παλιές συμφοιτήτριες, Κατερίνα Γ., Ναταλία Τ., Γιούλη Α. Καθώς και στον φίλο και ονειροπόλο, δυναμικό αρχαιολόγο μας, Αβέρκιο Β. με την αγάπη μου..
|

|