Αυτή τη φορά πήρα εγώ ένα τρένο.
Ανέβηκα σ’ ένα βαγόνι,
έκλεισε μια πόρτα πίσω μου,
κι ούτε πια μπορούσα να σ’ ακούσω πίσω από το τζάμι.
Κι εσύ φώναζες,
Φώναζες..
Ίσως τ’ όνομά μου..
Να με κοιτάζουν τα μάτια σου
σαν δυο πελώρια σημεία
της στίξης του ερω-τήμα-τος..
Να με ζαλίζει το φιλί σου
το τελευταίο και βιαστικό..
Μα έπειτα ,
το πιο εφιαλτικό,
ούτε πια να μπορώ να σε δω..
Β.
Χανόσουν αργά,
όπως το τρένο εγκατέλειπε τον σταθμό..
και σ’ αγνάντευα..
με την άκρη του ματιού μου σ’ αγνάντευα
να μικραίνεις..
να μικραίνεις, μάτια μου,
και να διαγράφεται η μορφή σου λεπτή,
ακαθόριστη,
μουτζουρωμένη..
σαν εκείνη τη ψυχή που μάζευες από τις ράγες..
Λες και γινόσουν ένα όνειρο
που ξεθώριαζε
με τη σβέση του ύπνου,
εντυπώνοντας στο νου αναμνήσεις αιώνιες..
Παρασκευή, 9 Ιανουαρίου, 2004, ώρα 12:16 πμ
|

|