Τα μάτια σου,
νεροποντή στο σούρουπο,
με κοίταζαν με τρόμο.
Έμοιαζε η εικόνα σου εφιάλτης,
σαν την άδεια σαββατιάτικη παραίσθηση
που μέσα μου ξυπνά.
Πήρα τη σκέψη σου μαζί μου
- το θυμάμαι -
ως τη γωνία.
Ως εκεί με βάρος ασήκωτο τη κουβάλησα,
δίχως πια να περιμένω ένα νεύμα, ένα κάτι..
Σαν μια παραπονιάρικα γεμισμένη βαλίτσα,
τη στοίβαξα στο πεζοδρόμιο.
Περίμενα ένα πλοίο.
Έπρεπε να φύγω.
Το ήξερες..
Μα τα πλοία γυρίζουν πάντα
στα στοιχειωμένα λιμάνια τους..
|

|