Οι τοίχοι απόψε έχουν φωνές,
κι οι παραισθήσεις,
οι απρόσωπες εκείνες παραισθήσεις μου
..ακόμη κι αυτές που κάποτε διέγραψα..
ηχούν καταραμένα φαντάσματα.
Φαντάσματα οράματα,
φαντάσματα φωνές,
φαντάσματα σάρκες..
Να στοιχειώνουν τα πάντα
σε μια πένθιμη, μελαγχολική τελετουργία
κι εγώ ατάραχη να τα κοιτώ..
Να τα κοιτάζω δίχως να μιλώ,
για να μη χαλάσω την αρμονία του πόνου.
Του πόνου την αρμονία που συνήθισα,
της μοναξιάς το μέτρο που αγάπησα,
τα γκρίζα τα φιλιά
μιας ταραχώδους πραγματικότητας
που δε λέω να λησμονήσω..
Αναζητώ τις ρίζες απόψε .
Εκείνες τις ρίζες
της ίδιας της ύπαρξης μου αναζητώ..
άλλοτε μέσα στα χαλάσματα
και στα ξηλωμένα από πλάκες πεζοδρόμια της πόλης,
άλλοτε στα ανθισμένα λιβάδια
των παιδικών μου χρόνων,
ακόμα και στα σκισμένα,
κουρελιάρικα όνειρά μου
που ζητιανεύουν τις νύχτες στα φανάρια..
Η ανθρώπινη σάρκα μου με προδίδει.
Το νιώθω .
Εκείνος ο θεός μου
ειρωνικά κοιτάζει τις πρώτες μου ρυτίδες
και γελά αγενέστατα..
Κι εγώ πεθαίνω,
χάνομαι,
σβήνω,
καταστρέφομαι,
καταπέφτω..
κι άλλοτε πάλι
σχεδόν ικετεύω να σταθώ στα πόδια μου.
Η ζωή μου αυτή,
η σύντομη και μεταχειρισμένη,
διαρκεί καθορισμένα
όσο ο μη ανεξίτηλος στυλογράφος μου.
Μα κάποτε θα τελειώσει.
Θα τελειώσει
κι εγώ δεν θα προλάβω να γράψω τίποτε,
δεν θα προλάβω να μεταβιβάσω τίποτε,
απ’ αυτά που ήθελα να δώσω,
να χαρίσω,
να γράψω,
να πω..
Κι έτσι ανακαλύπτω
τη ματαιότητα μιας λεκτικής στάχτης ,
την ουτοπική ύπαρξη ενός λεκτικού αποτσίγαρου.
30/01/2004
|

|